ἐργαστηριακόν

ἐργαστηριακόν
ἐργαστηριακός
practising a handicraft
masc acc sg
ἐργαστηριακός
practising a handicraft
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εργαστηριακός — ή, ό (AM ἐργαστηριακός, ή, όν) [εργαστήριο] νεοελλ. αυτός που γίνεται σε εργαστήριο («εργαστηριακή έρευνα») αρχ. μσν. 1. αυτός που κάνει χειρωνακτική εργασία («πλῆθος ἐργαστηριακῶν καὶ βαναύσων ἀνθρώπων», Πολ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐργαστηριακόν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”